- ολοθουρία
- (holothurius). θαλάσσιο εχινόδερμα της τάξης των ασπιδοχειρωτών της ομοταξίας των ολοθουροειδών. Με το κυλινδρικό σχήμα του σώματος και το ατρακτοειδές σχήμα των άκρων τους, πολλά είδη ο. ονομάζονται συνήθως αγγούρια της θάλασσας. Εξωτερικά, η ο. έχει πολυάριθμους ποδίσκους, διατεταγμένους σε ευθεία γραμμή σε δυο ραχιαίες σειρές και τρεις κοιλιακές· αντί αληθινού σκελετού, τα εχινόδερμα αυτά έχουν διάσπαρτες στο δέρμα ασβεστολιθικές ακίδες ποικίλου σχήματος, όχι συγκολλημένες μεταξύ τους, γι’ αυτό και το σώμα τους είναι σχετικά μαλακό. Το στόμα περιβάλλεται από πλοκάμους, που σε μερικά είδη ολοθουροειδών (για παράδειγμα στο cucumaria planci) είναι πολύ μακροί και χωρισμένοι σε πολλά τμήματα. Στο σημείο που τερματίζεται το έντερο (αμάρα) υπάρχουν δυο διακλαδισμένα όργανα που, εισροφώντας και αποβάλλοντας το νερό, εκτελούν αναπνευστικές και απεκκριτικές λειτουργίες· τα όργανα αυτά καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος της κοιλότητας του σώματος και λέγονται υδατοφόροι πνεύμονες ή δενδροειδή όργανα.
Επειδή το στόμα δεν έχει μασητικά όργανα, η τροφή αποτελείται από πολύ μικρή λεία ή από οργανικά υπολείμματα. Όταν βρίσκεται σε κίνδυνο, η ο. εκσφενδονίζει κατά του επιτιθέμενου το τελευταίο τμήμα της αμάρας και άλλων γειτονικών σπλάγχνων τα οποία αναπαράγονται σε σύντομο διάστημα. Η ο. η σωληνωτή (holothuria tubulosa) και ένα όμοιο είδος, ο στιχόπους ο βασιλικός (stichopus regalis), μήκους και τα δύο περίπου 30 εκ., κοινά στους παράκτιους βυθούς της Μεσογείου, φιλοξενούν προσωρινά στην αμάρα τους ένα μικρό ψαράκι (fierasfer acus), που καταφεύγει σε αυτά όταν αντιληφθεί κίνδυνο. Ένα άλλο είδος, η ο. η εδώδιμη (holothuria edulis) ζει στα παράκτια νερά του Ινδικού ωκεανού, όπου την ψαρεύουν οι ιθαγενείς την τροφή αυτή (που χρησιμοποιείται μετά την ξήρανση στον ήλιο ή το κάπνισμα) οι ιθαγενείς την ονομάζουν τρεπάνγκ.
Ένας χαρακτηριστικός τύπος ολοθουρίας.
* * *ηζωολ. γένος εχινόδερμων, τυπικό τής ομοταξίας τών ολοθουροειδών, που περιλαμβάνει εκατό περίπου είδη διαφόρων μεγεθών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holothuria < αρχ. ὁλοθούριον. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].
Dictionary of Greek. 2013.